- βουρδούλα
- η [βούρδουλας]1. πρήξιμο από χτύπημα με βούρδουλα2. οποιοδήποτε πρήξιμο3. πληγή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βουρδουλιάζω — [βουρδουλα] 1. γεμίζω από οιδήματα ή εξανθήματα 2. φουσκώνω … Dictionary of Greek
βουρδουλίζω — 1. δέρνω με βούρδουλα 2. διαπομπεύω, εξευτελίζω … Dictionary of Greek
βουρδουλιά — η χτύπημα με βούρδουλα … Dictionary of Greek
βουρδούλισμα — το 1. χτύπημα με βούρδουλα, μαστίγωμα 2. διαπόμπευση … Dictionary of Greek
αμαστίγωτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε δάρθηκε με το βούρδουλα: Ακόμη και τους ηλικιωμένους δεν τους άφησαν αμαστίγωτους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουρδουλιά — η χτύπημα με βούρδουλα, μαστίγωμα: Πολλοί πολιτικοί κρατούμενοι πέθαιναν από τις βουρδουλιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)